ωοθέτης

ωοθέτης
ο, Ν
1. αυτός που διακοσμεί έναν χώρο με ωοειδή σχήματα
2. ζωολ. ο ωαποθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωο(ν) «αβγό» + θέτης (< τίθημι), πρβλ. σκηνο-θέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιχνευμονίδες — (ichneumonidae).Οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη –τα περισσότερα από κάθε άλλη οικογένεια υμενοπτέρων–, διαδεδομένα στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Το σώμα τους, του οποίου το χρώμα και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”